- πρόψαλμα
- πρόψαλμα, ατος, τό, sine interpr., Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόψαλμα — άλματος, τὸ, Α προοίμιο που ψαλλόταν πριν από το κυρίως άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψάλμα «μέλος, μελωδία»] … Dictionary of Greek